σκιατροφία — σκιᾱτροφίᾱ , σκιατροφία fem nom/voc/acc dual σκιᾱτροφίᾱ , σκιατροφία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σκιατροφίᾱ , σκιατροφίας masc nom/voc/acc dual σκιατροφίας masc voc sg σκιατροφίᾱ , σκιατροφίας masc voc sg (attic) σκιατροφίᾱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιατροφία — ἡ, Α βλ. σκιατραφία … Dictionary of Greek
σκιατροφίας — σκιᾱτροφίᾱς , σκιατροφία fem acc pl σκιᾱτροφίᾱς , σκιατροφία fem gen sg (attic doric aeolic) σκιατροφίᾱς , σκιατροφίας masc acc pl σκιατροφίᾱς , σκιατροφίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιατροφίαι — σκιᾱτροφίαι , σκιατροφία fem nom/voc pl σκιᾱτροφίᾱͅ , σκιατροφία fem dat sg (attic doric aeolic) σκιατροφίας masc nom/voc pl σκιατροφίᾱͅ , σκιατροφίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιατραφία — και σκιατροφία και σκιοτροφία, ἡ, Α [σκιατραφής / σκιατροφῶ] 1. το να κάνει κανείς καθιστική ζωή 2. συνεκδ. μαλθακότητα 3. στον πληθ. αἱ σκιατραφίαι θηλυπρεπείς συνήθειες («τῆς μὲν πολιτικῆς ἐν ἀνέσει καὶ σκιατραφίᾳ γεγενημένης», Διόδ.) … Dictionary of Greek
σκιοτροφία — ἡ, Α βλ. σκιατροφία … Dictionary of Greek
σκιατροφίαις — σκιᾱτροφίαις , σκιατροφία fem dat pl σκιατροφίας masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)